Η Στοματολογία αποτελεί τον κλάδο της Οδοντιατρικής Επιστήμης που ασχολείται με τα νοσήματα της στοματικής κοιλότητας, των σιαλογόνων αδένων και των οστών των γνάθων. Η συμπτωματολογία και η κλινική σημειολογία στο στόμα μπορεί να οφείλονται σε τοπική παθολογία, όπως νεοπλάσματα, δυνητικά κακοήθεις διαταραχές και λοιμώξεις ιογενούς, μικροβιακής ή μυκητιασικής αιτιολογίας. Ωστόσο, συχνά αντανακλούν ευρύτερη παθολογία υποδηλώνοντας συστηματικά νοσήματα, ή συμπτωματολογία άλλων περιοχών του σώματος όπως αυτοάνοσα, δερματολογικά, γαστρεντερολογικά και λοιμώδη νοσήματα/σύνδρομα. Η κλινική εικόνα ποικίλει σημαντικά, από ήπιες ενοχλήσεις έως θορυβώδη ή και απειλητική για τη ζωή συμπτωματολογία. Οι νόσοι που αντιμετωπίζονται στη Στοματολογία είναι συχνά χρόνιες και μπορεί να έχουν σημαντικό ψυχολογικό, καθώς και σωματικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής του ασθενούς.

Η διαγνωστική προσέγγιση των στοματολογικών παθήσεων περιλαμβάνει τη λεπτομερή λήψη ιατρικού, φαρμακευτικού και οδοντιατρικού ιστορικού, την καταγραφή της παρούσας νόσου και την κλινική εξέταση. Τα ευρήματα συνεκτιμώνται και, όπου απαιτείται, διενεργούνται συμπληρωματικές εξετάσεις, όπως απεικονιστικός έλεγχος, αιματολογικές αναλύσεις και βιοψία. Η διάγνωση καθορίζει τη θεραπευτική προσέγγιση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή (π.χ. κορτικοστεροειδή, αντιβιοτικά, αντιικά, ανοσοκατασταλτικά, τοπικά ή συστηματικά) ή χειρουργική αντιμετώπιση, συνήθως υπό τοπική αναισθησία. Ενίοτε απαιτείται διεπιστημονική συνεργασία με ειδικότητες όπως η ογκολογία, η στοματική και γναθοπροσωπική χειρουργική, η δερματολογία, η ρευματολογία, η γαστρεντερολογία, η οφθαλμολογία, η ψυχιατρική  και η παιδιατρική, διασφαλίζοντας μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στη φροντίδα των ασθενών.

Πότε θα πρέπει κάποιος να επισκεφθεί στοµατολόγο;

Σε κάθε περίπτωση που ο ασθενής αντιληφθεί μεταβολές όπως π.χ. “σπυριά”,  “πρήξιµο”, “πληγές”, πόνο, “κάψιµο” ή “τσούξιµο”, µούδιασµα, ξηρότητα, διαταραχή στη γεύση, µεταβολή στο χρώµα του βλεννογόνου (λευκές, ερυθρές ή µελανές περιοχές), αλλαγές στην υφή (π.χ. τραχύτητα) ή αιµορραγία. Επίσης, υπάρχουν κλινικά συμπτώματα ή νόσοι που εντοπίζονται από τον θεράποντα ιατρο ή οδοντίατρο και ακολουθεί η παραπομπή σε στοματολόγο.

Συχνές στοματολογικές παθήσεις: λοιμώξεις (π.χ. έρπης, οξυτενή κονδυλώματα), υποτροπιάζουσες άφθες, “προκαρκινικές” βλάβες (π.χ. λευκοπλακία), καρκίνος του στόµατος, όγκοι µαλακών µορίων (π.χ. ίνωµα), κύστεις, οµαλός λειχήνας, μεταβολές του χρώματος του στοματικού βλεννογόνου σε λευκές/ερυθρές/μελανές βλάβες, χαλίτωση (κακοσμία του στόματος), διαταραχές της γεύσης (αγευσία – δυσγευσία – υπογευσία – υπεργευσία), σύνδρομο καυσαλγίας στόματος (Burning Mouth Syndrome).